λατυποπαγές

λατυποπαγές
Πέτρωμα αποτελούμενο από θραύσματα πετρωμάτων. Αντίθετα με τα –παρεμφερούς σχηματισμού– κροκαλοπαγή, τα λ. είναι γωνιώδη με ζωηρές ακμές και συγκολλημένα με ορυκτή ουσία, συνήθως ασβεστολιθική. Τα γωνιώδη θραύσματα μαρτυρούν ότι δεν προηγήθηκε μεταφορά σε μεγάλη απόσταση πριν από τη συγκόλληση. Το λατυποπαγές πέτρωμα αποτελείται από θραύσματα πετρωμάτων, συγκολλημένα συνήθως με ασβεστολιθική ουσία (συλλογή εργαστηρίου της Γεωπονικής Σχολής, Αθήνα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… …   Dictionary of Greek

  • κροκαλοπαγές — Ιζηματογενές πέτρωμα, στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν χονδρόκοκκα αποστρογγυλωμένα θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, βυθισμένα σε ένα υλικό πιο λεπτόκοκκο. Αν τα θραύσματα αυτά είναι γωνιώδη, με ζωηρές ακμές, τότε το πέτρωμα αυτό… …   Dictionary of Greek

  • οφειασβεστίτης — Σερπεντινούχο πέτρωμα, λατυποπαγές, με συνδετικό υλικό συνήθως ασβεστίτη. Χρησιμοποιείται πολύ στη δομική ως διακοσμητική πέτρα, γιατί, όταν στιλβωθεί η επιφάνεια του, εμφανίζει ωραίες λευκές φλέβες σε φόντο πρασινωπό ή ερυθρωπό. Ο οφειασβεστίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”