μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… … Dictionary of Greek
κροκαλοπαγές — Ιζηματογενές πέτρωμα, στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν χονδρόκοκκα αποστρογγυλωμένα θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, βυθισμένα σε ένα υλικό πιο λεπτόκοκκο. Αν τα θραύσματα αυτά είναι γωνιώδη, με ζωηρές ακμές, τότε το πέτρωμα αυτό… … Dictionary of Greek
οφειασβεστίτης — Σερπεντινούχο πέτρωμα, λατυποπαγές, με συνδετικό υλικό συνήθως ασβεστίτη. Χρησιμοποιείται πολύ στη δομική ως διακοσμητική πέτρα, γιατί, όταν στιλβωθεί η επιφάνεια του, εμφανίζει ωραίες λευκές φλέβες σε φόντο πρασινωπό ή ερυθρωπό. Ο οφειασβεστίτης … Dictionary of Greek